- κοιλόστομος
- κοιλόστομος, -ον (Α)1. αυτός που έχει υπόκωφη, βαθιά φωνή2. (μτφ. για διφαλαγγία) αυτή που έχει τους διοικητές κάθε φάλαγγας διατεταγμένους προς το ίδιο μέρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -στομος (< στόμα), πρβλ. μικρό-στομος, χρυσό-στομος].
Dictionary of Greek. 2013.