κοιλόστομος

κοιλόστομος
κοιλόστομος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει υπόκωφη, βαθιά φωνή
2. (μτφ. για διφαλαγγία) αυτή που έχει τους διοικητές κάθε φάλαγγας διατεταγμένους προς το ίδιο μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -στομος (< στόμα), πρβλ. μικρό-στομος, χρυσό-στομος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • κοιλοστομία — κοιλοστομία, ἡ (Α) [κοιλόστομος] η ιδιότητα αυτού που έχει βαρύτονη, βαθιά, υπόκωφη φωνή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”